- κατήρης
- κατήρης, -ῆρες (Α)1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.)2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.)3. φρ. «ταρσός κατήρης» — κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «εφοδιασμένος, προσαρμοσμένος» η λ. κατ-ήρης < κατ(α)- + -ήρης (Ι)* που συνδέεται με το ρ. ἀραρίσκω «συνδέω, ταιριάζω, εφοδιάζω», ενώ με τη σημ. «αυτός που έχει κουπιά» < κατ(α)-* + -ήρης (ΙΙ)* που συνδέεται με τον τ. ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. τρι-ήρης)].
Dictionary of Greek. 2013.